- φοβητός
- φοβητόςto be fearedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοβητός — ή, όν, Α [φοβώ] αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να φοβάται … Dictionary of Greek
φοβητόν — φοβητός to be feared masc acc sg φοβητός to be feared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβητικός — ή, όν, Α [φοβητός] αυτός που διακατέχεται από φόβο … Dictionary of Greek
φοβητσιάρης — και φοβιτσιάρης, α, ικο, Ν αυτός που φοβάται εύκολα, ολιγόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. φοβητός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης, καυχησ ιάρης)] … Dictionary of Greek